καθημερινῶν

καθημερινῶν
καθημέριος
day by day
fem gen pl
καθημέριος
day by day
masc/neut gen pl
καθημερινός
day by day
fem gen pl
καθημερινός
day by day
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • LYCHNUS — apud Mart. l. 4. Epigr. 90. cuius Epigraphe de rusticatione. v. 8. Dum parvus lychnus modicum consumat olivi, ex Graeco λύχνος, lucerna est. Alias Luctat. Placid. Grammaticus, ad Stat. Theb. l. 1. v. 520. Ast alii tenebras et opacam vincere… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • διεξαγωγή — η (AM διεξαγωγή) [διεξάγω] 1. εκτέλεση, διενέργεια, διευθέτηση 2. (νομ.) εκδίκαση μιας υποθέσεως 3. ανάκριση, έρευνα αρχ. 1. διάταξη φιλολογικής εργασίας 2. διοίκηση τού σύμπαντος από τον θεό 3. φρ. α) «διεξαγωγὴ τοῡ βίου» ή απλώς διεξαγωγή… …   Dictionary of Greek

  • ενήμερος — η, ο 1. ο γνώστης τών καθημερινών συμβάντων, αυτός που γνωρίζει καλά όσα αφορούν σε μιαν υπόθεση, γνώστης («είναι πάντα ενήμερος», «είμαστε ενήμεροι τής καταστάσεως») 2. (λογιστ.) «ενήμερος λογαριασμός» ο λογαριασμός στον οποίο έχουν καταχωριστεί …   Dictionary of Greek

  • ενημερότητα — η 1. η γνώση τών καθημερινών γεγονότων («ενημερότητα ειδήσεων») 2. πλήρης γνώση ενός ζητήματος, θέματος, ιδίως επιστημονικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήμερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 σε έγγραφα τού υπουργείου Οικονομικών] …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • Αθηναϊκή — Τίτλος καθημερινών απογευματινών αθηναϊκών εφημερίδων. 1. Εκδιδόταν από τον Όμηρο Ευελπίδη στο διάστημα 1918 1935. Η κυκλοφορία της διακόπηκε κατ’ επανάληψη και ο εκδότης της διώχτηκε και φυλακίστηκε πολλές φορές. 2. Εφημερίδα του Ιωάννη Γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”